- συνδιαταράξειν
- συνδιαταράσσωalarm all at oncefut inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιαταράσσω — Α διαταράσσω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὴν... τότε σύστασιν καὶ κοινωνίαν αὐτῶν... ἑνί λίθῳ καὶ ψόφῳ συνδιαταράξειν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek